- Καλλικράτη
- Καλλικράτηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Καλλικράτηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ioánina — Para otros usos de este término, véase Ioánina (desambiguación). Ιωάννινα Ioánina … Wikipedia Español
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
παρθενών — ο, ΝΑ, και ιων. ποιητ. τ. παρθενεών, Α και Παρθενώνας Ν 1. συν. στον πληθ. οι παρθενώνες ιδιαίτερα διαμερίσματα στο σπίτι, όπου έμεναν αποκλειστικά τα κορίτσια τής οικογένειας 2. ως κύριο όν. Παρθενών και Παρθενώνας ο περιώνυμος ναός τής Αθηνάς… … Dictionary of Greek
Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… … Dictionary of Greek
Δασκαλάκης — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών, που έδρασαν στην Επανάσταση του 1821, αλλά και στις Κρητικές επαναστάσεις του 1770, του 1841 και του 1866. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από τα Σφακιά και έδρασε ως οπλαρχηγός. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Σφακιά. Εγγονός… … Dictionary of Greek
δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… … Dictionary of Greek
Μανουσέλης — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών από τον Καλλικράτη των Σφακίων. 1. Αναγνώστης. Γιος του Νικόλαου (βλ. 9.). Πήρε μέρος στις συνελεύσεις των προκρίτων στα Σφακιά, οι οποίες είχαν στόχο την οργάνωση της επανάστασης στην Κρήτη. Εξελέγη αρχηγός … Dictionary of Greek